εκφύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκφύομαι < αρχαία ελληνική ἐκφύομαι
Ρήμα
εκφύομαι
- (βοτανική) φυτρώνω από κάπου ή κάτι, βλασταίνω
- (κατ’ επέκταση) φυτρώνω, αναφύω, εμφανίζομαι
Συγγενικά
- έκφυση
- επανεκφύομαι
- → δείτε τη λέξη φύομαι
Μεταφράσεις
εκφύομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.