εκφύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκφύομαι < αρχαία ελληνική ἐκφύομαι

Ρήμα

εκφύομαι

  1. (βοτανική) φυτρώνω από κάπου ή κάτι, βλασταίνω
  2. (κατ’ επέκταση) φυτρώνω, αναφύω, εμφανίζομαι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.