γονατιστά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γονατιστά < γονατιστός

Επίρρημα

γονατιστά

στα τάματα πολλοί περπατούν γονατιστά μέσα στην εκκλησία ή και διασχίζουν μεγάλες αποστάσεις με αυτό τον τρόπο
τον ικέτευε γονατιστά να μην παρατήσει εκείνην και το παιδί, αλλά....

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

γονατιστά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.