γονατίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γονατίζω < (ελληνιστική κοινή) γονατίζω παράλληλος τύπος με το επίσης ελληνιστικό γονυπετέω-γονυπετῶ που ενείχε την ικεσία ενώ το γονατίζω αφορούσε κυριως στην απλή κίνηση

Ρήμα

γονατίζω (δεν έχει παθητικό τύπο, αλλά σχηματίζει περιφραστικά την παθητική έννοιαQ είμαι γονατισμένος, με γονατίζουν)

  1. χαμηλώνω και στηρίζω το σώμα μου στα γόνατά μου ή στο ένα γόνατο
    Για να σφουγγαρίσεις σωστά πρέπει να γονατίσεις και να τρίψεις το πάτωμα
  2. δεν αντέχω άλλο (την κούραση, την ταλαιπωρία), με τσάκισε η έγνοια ή ο κόπος
    με γονάτισαν τα βάσανα
  3. υποκλίνομαι από σεβασμό
    γονάτισε μπροστά στον Επιτάφιο και μετά πέρασε γονατιστά από κάτω
  4. υποκλίνομαι επειδή υποτάσσομαι (με ή και χωρίς το μπροστά σε κάποιον)
    παρέδωσαν τα όπλα και γονάτισαν

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.