λίγο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λίγο < λίγος
Επίρρημα
λίγο , συγκριτικός : λιγότερο, υπερθετικός : ελάχιστα
Εκφράσεις
- κάθε τρεις και λίγο / κάθε λίγο και λιγάκι: πολύ συχνά, επανειλημμένα, συνεχώς και κατ' επανάληψη
- λίγο λίγο: σε μικρές δόσεις ή σε μικρά χρονικά διαστήματα, σιγά σιγά
- λίγο πολύ: κατά κάποιον τρόπο
- ούτε λίγο ούτε πολύ: κατά προσέγγιση, με άλλα λόγια
- παρά λίγο / λίγο έλειψε / λίγο θέλησε: παραλίγο
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.