γρηγορόσημο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γρηγορόσημο | τα | γρηγορόσημα |
| γενική | του | γρηγορόσημου | των | γρηγορόσημων |
| αιτιατική | το | γρηγορόσημο | τα | γρηγορόσημα |
| κλητική | γρηγορόσημο | γρηγορόσημα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γρηγορόσημο (νεολογισμός) < γρήγορ(ος) + -ό- + -σημο κατά το χαρτόσημο
Ουσιαστικό
γρηγορόσημο ουδέτερο
- (οικείο, αστεϊσμός) δωροδοκία προκειμένου να επιταχυνθεί η επίλυση ενός προβλήματος, συνήθως στο δημόσιο
Μεταφράσεις
γρηγορόσημο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.