γλωσσίδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γλωσσίδι | τα | γλωσσίδια |
| γενική | του | γλωσσιδιού | των | γλωσσιδιών |
| αιτιατική | το | γλωσσίδι | τα | γλωσσίδια |
| κλητική | γλωσσίδι | γλωσσίδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γλωσσίδι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γλωσσίδ(ιον) + -ι, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική γλῶσσα

Γλωσσίδι καμπάνας στον αριθμό 9.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣloˈsi.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλωσ‐σί‐δι
Ουσιαστικό
γλωσσίδι ουδέτερο
- (γενικότερα) οποιοδήποτε αντικείμενο το οποίο έχει σχήμα γλώσσας
- (ειδικότερα)
- το μεταλλικό στέλεχος σε μια κλειδαριά που κλειδώνει ή ξεκλειδώνει καθώς αλλάζει θέση
- (μουσική)
- το στέλεχος μουσικού οργάνου, το οποίο, καθώς ταλαντεύεται, παράγει ήχους
- (για πνευστά όργανα) μικρό εξάρτημα που ανοιγοκλείνει γρήγορα κάνοντας τον αέρα να πάλλεται και δημιουργώντας τον ήχο
- άλλες μορφές: → δείτε παράθεμα στο γλωττίδα
Συγγενικά
με γλωσσιδ-, γλωττιδ-
- γλωσσίδα / γλωττίδα
- γλωσσιδικός / γλωττιδικός
- επιγλωττίδα
- θυρεοεπιγλωττιδικός
→ και δείτε τη λέξη γλώσσα
Μεταφράσεις
(γενικός όρος)
Πηγές
- γλωσσίδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γλωσσίδι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Λέξεις με γλωσσιδ-, και με γλωττιδ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.