γλωσσίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλωσσίδα οι γλωσσίδες
      γενική της γλωσσίδας των γλωσσίδων
    αιτιατική τη γλωσσίδα τις γλωσσίδες
     κλητική γλωσσίδα γλωσσίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλωσσίδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γλωσσίς από την αιτιατική ενικού «τὴν γλωσσίδα». Και για τον τύπο γλωττίς  δείτε τη λέξη γλωττίδα

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣloˈsi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλωσσίδα

Ουσιαστικό

γλωσσίδα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

γλωσσίδα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.