πνευστό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πνευστό | τα | πνευστά |
| γενική | του | πνευστού | των | πνευστών |
| αιτιατική | το | πνευστό | τα | πνευστά |
| κλητική | πνευστό | πνευστά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

διάφορα πνευστά (Μουσείο Μουσικών Οργάνων, Βρυξέλλες)
Ετυμολογία
- πνευστό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πνευστός (εννοείται το ουσιαστικό όργανο) < ελληνιστική κοινή πνευστός < αρχαία ελληνική πνέω ((σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Blasinstrument[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /pnefˈsto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πνευ‐στό
-
πνευστό στη Βικιπαίδεια

- έγχορδο
- κρουστό
- νυκτό
- ξύλινα πνευστά
- χάλκινα πνευστά
Μεταφράσεις
πνευστό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πνευστό
Αναφορές
- πνευστός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.