επιγλωττίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιγλωττίδα οι επιγλωττίδες
      γενική της επιγλωττίδας των επιγλωττίδων
    αιτιατική την επιγλωττίδα τις επιγλωττίδες
     κλητική επιγλωττίδα επιγλωττίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ανθρώπινη επιγλωττίδα

Ετυμολογία

επιγλωττίδα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επιγλωττίδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.