γιλέκο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γιλέκο τα γιλέκα
      γενική του γιλέκου των γιλέκων
    αιτιατική το γιλέκο τα γιλέκα
     κλητική γιλέκο γιλέκα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
άνδρας με καρό γιλέκο

Ετυμολογία

γιλέκο < γελέκο < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική یلك (yelek) (τουρκική yelek)

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝiˈle.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γιλέκο

Ουσιαστικό

γιλέκο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.