αλατζάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλατζάς οι αλατζάδες
      γενική του αλατζά των αλατζάδων
    αιτιατική τον αλατζά τους αλατζάδες
     κλητική αλατζά αλατζάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλατζάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική alaca (παρδαλός) +

Προφορά

ΔΦΑ : /a.laˈd͡zas/

Ουσιαστικό

αλατζάς αρσενικό

  1. ευτελές βαμβακερό ύφασμα για ρούχα των φτωχών
  2. (κατ’ επέκταση) (ενδυμασία) είδος ρούχου φτιαγμένου από αλατζά
  3. (κατ’ επέκταση) (ενδυμασία) είδος γιλέκου

Συγγενικά

  • αλατζαδένιος
  • αλατζένιος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.