κολόβιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κολόβιο τα κολόβια
      γενική του κολόβιου των κολόβιων
    αιτιατική το κολόβιο τα κολόβια
     κλητική κολόβιο κολόβια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολόβιο < από το αρχαίο επίθετο κολοβός, (παράβαλε: κολυβογράμματα) δηλαδή περικομμένο, μη πλήρες. Το επίθετο αφορούσε το ουσιαστικό υποκάμισο. Κολόβον υποκάμισον. Το επίθετο ουσιαστικοποιήθηκε, οπως το "αυτοκίνητον όχημα" έγινε "αυτοκίνητον".

Ουσιαστικό

κολόβιο ουδέτερο

  • ένα πουκάμισο με κοντά μανίκια μέχρι τον αγκώνα, το οποίο φορούσε σε ορισμένες περιπτώσεις ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.