ζιπούνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζιπούνι τα ζιπούνια
      γενική
    αιτιατική το ζιπούνι τα ζιπούνια
     κλητική ζιπούνι ζιπούνια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζιπούνι < μεσαιωνική ελληνική ζιπούνι(ν) < ζιπόνιν < βενετική zipon

Ουσιαστικό

ζιπούνι ουδέτερο

  1. (ενδυμασία) είδος ζακέτας
  2. άλλη μορφή του ζιπουνάκι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.