ζιλέ
Νέα ελληνικά (el)

Δύο άνδρες που φορούν κόκκινο ζιλέ
Ετυμολογία
- ζιλέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική gilet < ισπανική gileco < αραβική جَلِيقَة (jalīqa)[1] ' < οθωμανική τουρκική یلك (yelek) (τουρκική yelek). Δείτε και περσική جلیقه (jeliqe)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ziˈle/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζι‐λέ
Αναφορές
- ζιλέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.