γεωκεντρικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
γεωκεντρικά < γεωκεντρικ(ός) + -ά
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝe.o.cen.dɾiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐ω‐κε‐ντρι‐κά
Μεταφράσεις
γεωκεντρικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
γεωκεντρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γεωκεντρικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.