γερανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γερανός | οι | γερανοί |
| γενική | του | γερανού | των | γερανών |
| αιτιατική | τον | γερανό | τους | γερανούς |
| κλητική | γερανέ | γερανοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γερανός < αρχαία ελληνική γέρανος
- το μηχάνημα μοιάζει με το μακρύ ράμφος του πουλιού
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝe.ɾaˈnos/
Ουσιαστικό

ένας γερανός που πετάει

έξι γερανοί που δεν πετάνε
γερανός αρσενικό
- (πτηνό) μεγαλόσωμο υδρόβιο πτηνό με μακριά πόδια, μακρύ ράμφος και λαιμό
- μόλις εμφανιστούν οι γερανοί, πίστευαν οι αρχαίοι, είναι η κατάλληλη εποχή για όργωμα
- μηχάνημα που εξυπηρετεί με ανακρέμαση την ανύψωση, μετακίνηση, ή φορτοεκφόρτωση αντικειμένων μεγάλου βάρους
- καλαθοφόρος / πλωτός / ηλεκτροϋδραυλικός γερανός
- το όχημα που έχει το προηγούμενο μηχάνημα
- ο γερανός της Τροχαίας τους πήρε το αυτοκίνητο για παράνομη στάθμευση
- παραδοσιακή κατασκευή άντλησης νερού από πηγάδι
- η εγκατάσταση υδροδότησης των σιδηροδρομικών ατμομηχανών
- μηχάνημα που χρησιμοποιείται από της αντλίες της πυροσβεστικής για την εκτόξευση νερού από ψηλά
- (μυθολογία) χορός που εφηύρε ο Θησέας και τον χόρεψε στη Δήλο, επιζητώντας να δείξει τη δαιδαλώδη πορεία που ακολούθησε στο Λαβύρινθο
Συγγενικά
- γερανάκι
Σύνθετα
-
γερανός στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
πτηνό
|
μηχάνημα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.