γερανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γερανός οι γερανοί
      γενική του γερανού των γερανών
    αιτιατική τον γερανό τους γερανούς
     κλητική γερανέ γερανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γερανός < αρχαία ελληνική γέρανος
το μηχάνημα μοιάζει με το μακρύ ράμφος του πουλιού

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝe.ɾaˈnos/

Ουσιαστικό

ένας γερανός που πετάει
έξι γερανοί που δεν πετάνε

γερανός αρσενικό

  1. (πτηνό) μεγαλόσωμο υδρόβιο πτηνό με μακριά πόδια, μακρύ ράμφος και λαιμό
    μόλις εμφανιστούν οι γερανοί, πίστευαν οι αρχαίοι, είναι η κατάλληλη εποχή για όργωμα
  2. μηχάνημα που εξυπηρετεί με ανακρέμαση την ανύψωση, μετακίνηση, ή φορτοεκφόρτωση αντικειμένων μεγάλου βάρους
    καλαθοφόρος / πλωτός / ηλεκτροϋδραυλικός γερανός
  3. το όχημα που έχει το προηγούμενο μηχάνημα
    ο γερανός της Τροχαίας τους πήρε το αυτοκίνητο για παράνομη στάθμευση
  4. παραδοσιακή κατασκευή άντλησης νερού από πηγάδι
  5. η εγκατάσταση υδροδότησης των σιδηροδρομικών ατμομηχανών
  6. μηχάνημα που χρησιμοποιείται από της αντλίες της πυροσβεστικής για την εκτόξευση νερού από ψηλά
  7. (μυθολογία) χορός που εφηύρε ο Θησέας και τον χόρεψε στη Δήλο, επιζητώντας να δείξει τη δαιδαλώδη πορεία που ακολούθησε στο Λαβύρινθο

Συγγενικά

  • γερανάκι

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.