crane

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
crane cranes

crane (en)

  1. (πτηνό) γερανός, το πτηνό
  2. ο γερανός, το μηχάνημα
    The crane is lifting cargo.
    Ο γερανός ανυψώνει φορτία.

Ρήμα

ενεστώτας crane
γ΄ ενικό ενεστώτα cranes
αόριστος craned
παθητική μετοχή craned
ενεργητική μετοχή craning

crane (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • τεντώνω το λαιμό· σκύβω ή τεντώνομαι πάνω από κάτι για να δω κάτι καλύτερο
    He craned his neck forward to see.
    Τέντωσε το λαιμό του μπροστά για να δει.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.