γέρανος

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Σημασίες για θηλυκό ή αρσενικό ή και τα δύο. .


Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / γέρανος οἱ/αἱ γέρανοι
      γενική τοῦ/τῆς γεράνου τῶν γεράνων
      δοτική τῷ/τῇ γεράν τοῖς/ταῖς γεράνοις
    αιτιατική τὸν/τὴν γέρανον τοὺς/τὰς γεράνους
     κλητική ! γέρανε γέρανοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γεράνω
γεν-δοτ τοῖν  γεράνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμηλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γέρανος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gerh₂-

Ουσιαστικό

γέρανος αρσενικό

  1. (χορός) ιερός χορός της Δήλου που μιμείτο το πέταγμα του γερανού
  2. (ελληνιστική σημασία) μηχανή για ανύψωση βαρών
  3. βροχή

Ουσιαστικό

γέρανος θηλυκό

Εκφράσεις

Σύνθετα

  • γερανομαχία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.