ημερόβιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ημερόβιος | η | ημερόβια | το | ημερόβιο |
| γενική | του | ημερόβιου | της | ημερόβιας | του | ημερόβιου |
| αιτιατική | τον | ημερόβιο | την | ημερόβια | το | ημερόβιο |
| κλητική | ημερόβιε | ημερόβια | ημερόβιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ημερόβιοι | οι | ημερόβιες | τα | ημερόβια |
| γενική | των | ημερόβιων | των | ημερόβιων | των | ημερόβιων |
| αιτιατική | τους | ημερόβιους | τις | ημερόβιες | τα | ημερόβια |
| κλητική | ημερόβιοι | ημερόβιες | ημερόβια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ημερόβιος < ελληνιστική ἡμερόβιος, μορφολογικά αναλύεται ημέρ(α) + -ό- + -βιος
Επίθετο
ημερόβιος, -α, -ο
- (για ζώα) που είναι ενεργό την ημέρα και κοιμάται ή ξεκουράζεται τη νύχτα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ημερόβιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.