αρπαχτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρπαχτικός η αρπαχτική το αρπαχτικό
      γενική του αρπαχτικού της αρπαχτικής του αρπαχτικού
    αιτιατική τον αρπαχτικό την αρπαχτική το αρπαχτικό
     κλητική αρπαχτικέ αρπαχτική αρπαχτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρπαχτικοί οι αρπαχτικές τα αρπαχτικά
      γενική των αρπαχτικών των αρπαχτικών των αρπαχτικών
    αιτιατική τους αρπαχτικούς τις αρπαχτικές τα αρπαχτικά
     κλητική αρπαχτικοί αρπαχτικές αρπαχτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρπαχτικός < (ελληνιστική κοινή) ἁρπακτικός

Επίθετο

αρπαχτικός, -ή, -ό

  • άλλη μορφή του αρπακτικός
      Σιγά-σιγά το αρπαχτικό αγρίμι έπαιρνε την όψη ενός μεγάλου, περιφρονητικού θηρίου, εξευγενισμένου από τα χρόνια και την πείρα, που δεν μπορεί να πάψει να αρπάζει, μα ένιωσε τη ματαιότητα της κάθε αρπαγής. (Γιώργος Θεοτοκάς Η λίμνη [διήγημα])
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.