γερακίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γερακίνα | οι | γερακίνες |
| γενική | της | γερακίνας | των | γερακίνων |
| αιτιατική | τη | γερακίνα | τις | γερακίνες |
| κλητική | γερακίνα | γερακίνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.