γαληνότατος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γαληνότατος < αρσενικό του υπερθ. βαθμ. του επιθέτου γαληνός ως ουσ.

Ουσιαστικό

γαληνότατος αρσενικό θηλυκό γαληνοτάτη  δείτε τη λέξη 

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.