γαληνότατος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γαληνότατος < αρσενικό του υπερθ. βαθμ. του επιθέτου γαληνός ως ουσ.
Ουσιαστικό
γαληνότατος αρσενικό θηλυκό γαληνοτάτη → δείτε τη λέξη
- επίθετο με το οποίο προσαγορεύονταν ηγεμόνες κατά το Μεσαίωνα.
Μεταφράσεις
γαληνότατος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.