γαληνοτάτη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γαληνοτάτη< θηλυκό του υπερθ. βαθμ. του επιθέτου γαληνός ως ουσ.

Ουσιαστικό

γαληνοτάτη θηλυκό αρσενικό γαληνότατος  δείτε τη λέξη 

  1. επίθετο με το οποίο προσαγορεύονταν ηγεμονίδες κατά το Μεσαίωνα.
  2. η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας  δείτε τη λέξη .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.