αγριοβότανο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγριοβότανο | τα | αγριοβότανα |
| γενική | του | αγριοβότανου | των | αγριοβότανων |
| αιτιατική | το | αγριοβότανο | τα | αγριοβότανα |
| κλητική | αγριοβότανο | αγριοβότανα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣɾi.oˈvo.ta.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρι‐ο‐βό‐τα‐νο
Ουσιαστικό
αγριοβότανο ουδέτερο
- (βοτανική) είδος άγριου βοτάνου το οποίο έχει συνήθως θεραπευτικές ιδιότητες
Συγγενικά
- Αγριοβότανο (τοπωνύμιο)
- → δείτε τις λέξεις άγριος και βότανο
Μεταφράσεις
αγριοβότανο
|
|
Αναφορές
- αγριοβότανο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- αγριοβότανο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.