αγριοβότανο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγριοβότανο τα αγριοβότανα
      γενική του αγριοβότανου των αγριοβότανων
    αιτιατική το αγριοβότανο τα αγριοβότανα
     κλητική αγριοβότανο αγριοβότανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγριοβότανο < αγριο- + βότανο[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣɾi.oˈvo.ta.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγριοβότανο

Ουσιαστικό

αγριοβότανο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

  • αγριοβότανο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.