βοτάνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βοτάνι τα βοτάνια
      γενική του βοτανιού των βοτανιών
    αιτιατική το βοτάνι τα βοτάνια
     κλητική βοτάνι βοτάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βοτάνι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

βοτάνι ουδέτερο

  1. φυτό με φαρμακευτικές ιδιότητες
    Αυτό το βοτάνι θα σε κάνει καλά.
  2. άγνωστο φυτό με μαγικές ικανότητες
    Αυτός σήμερα ξαφνικά είναι τόσο δημιουργικός, που ίσως πήρε το βοτάνι της δημιουργικότητας!

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.