βοτανολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η βοτανολόγος οι βοτανολόγοι
      γενική του/της βοτανολόγου των βοτανολόγων
    αιτιατική τον/τη βοτανολόγο τους/τις βοτανολόγους
     κλητική βοτανολόγε βοτανολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βοτανολόγος < βόταν(ο) + -ο- + -λόγος, λόγιο ενδογενές δάνειο: (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική botaniste. Διαφορετική η ελληνιστική βοτανολόγος (εκείνος που μαζεύει βότανα) < αρχαία ελληνική βοτάνη + λέγω

Ουσιαστικό

βοτανολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (επάγγελμα) ο/η επιστήμονας που ειδικεύεται στη βοτανική
  2. άτομο που ασχολείται με τα βότανα που έχουν θεραπευτικές ιδιότητες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.