βομβίζω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /voɱˈvi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βομ‐βί‐ζω
Ρήμα
βομβίζω, στο ενεστωτικό θέμα (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
|---|---|---|---|---|---|---|
| α' ενικ. | βομβίζω | βόμβιζα | θα βομβίζω | να βομβίζω | βομβίζοντας | |
| β' ενικ. | βομβίζεις | βόμβιζες | θα βομβίζεις | να βομβίζεις | βόμβιζε | |
| γ' ενικ. | βομβίζει | βόμβιζε | θα βομβίζει | να βομβίζει | ||
| α' πληθ. | βομβίζουμε | βομβίζαμε | θα βομβίζουμε | να βομβίζουμε | ||
| β' πληθ. | βομβίζετε | βομβίζατε | θα βομβίζετε | να βομβίζετε | βομβίζετε | |
| γ' πληθ. | βομβίζουν(ε) | βόμβιζαν βομβίζαν(ε) |
θα βομβίζουν(ε) | να βομβίζουν(ε) |
Μεταφράσεις
βομβίζω
|
Πηγές
- βομβίζω - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.