bomba

Βοσνιακά (bs)

Ουσιαστικό

bomba (bs)




Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

bomba < λατινική bombus < αρχαία ελληνική βόμβος, ηχομιμητική λέξη
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: μπόμπα

Ουσιαστικό

bomba (it)

  1. η βόμβα
     συνώνυμα: esplosivo
  2. (γλυκό) ιταλικό γλυκό, ζύμη κέικ, γεμίζεται με κρέμα, σοκολάτα ή μαρμελάδα
  3. ποτό ή ότι ντοπάρει τεχνητά έναν αθλητή για αν έχει καλύτερες επιδόσεις.



Ουγγρικά (hu)

Ουσιαστικό

bomba (hu)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.