βομβώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βομβώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βομβῶ, συνηρημένος τύπος του βομβέω < βόμβος (ηχομιμητική λέξη)

Προφορά

ΔΦΑ : /voɱˈvo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βομβώ
τονικό παρώνυμο: βόμβο

Ρήμα

βομβώ, -είς, -εί, ...στο ενεστωτικό θέμα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

  • αντιβομβώ
  • βαρυβομβώ
  • βομβίζω
  • περιβομβώ

 και δείτε τη λέξη βόμβος

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. βομβώ βομβούσα θα βομβώ να βομβώ βομβώντας
β' ενικ. βομβείς βομβούσες θα βομβείς να βομβείς
γ' ενικ. βομβεί βομβούσε θα βομβεί να βομβεί
α' πληθ. βομβούμε βομβούσαμε θα βομβούμε να βομβούμε
β' πληθ. βομβείτε βομβούσατε θα βομβείτε να βομβείτε βομβείτε
γ' πληθ. βομβούν(ε) βομβούσαν(ε) θα βομβούν(ε) να βομβούν(ε)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.