altar
Αγγλικά
(en)
ενικός
πληθυντικός
altar
altars
Ουσιαστικό
altar
(en)
(
θρησκεία
)
βωμός
Ισπανικά
(es)
ενικός
πληθυντικός
altar
altares
Ουσιαστικό
altar
(es)
αρσενικό
(
θρησκεία
)
βωμός
Πορτογαλικά
(pt)
ενικός
πληθυντικός
altar
altares
Ουσιαστικό
altar
(pt)
αρσενικό
(
θρησκεία
)
βωμός
Ρουμανικά
(ro)
Ουσιαστικό
altar
(ro)
(
θρησκεία
)
βωμός
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.