ara

Διεθνείς όροι

Σύμβολο

ara

  • συντομογραφία του αστερισμού Κριός.



Καταλανικά (ca)

Επίρρημα

ara (ca)



Λατινικά (la)

Ετυμολογία

ara < asa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *as (καίω)

Ουσιαστικό

ara (la) θηλυκό

  1. βωμός
  2. ιερό
  3. άδυτο
  4. άσυλο

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική ara arae
γενική arae arārum
δοτική arae arīs
αιτιατική aram arās
κλητική ara arae
αφαιρετική arā arīs
(α' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.