θυσιαστήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θυσιαστήριο τα θυσιαστήρια
      γενική του θυσιαστηρίου
& θυσιαστήριου
των θυσιαστηρίων
    αιτιατική το θυσιαστήριο τα θυσιαστήρια
     κλητική θυσιαστήριο θυσιαστήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θυσιαστήριο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

θυσιαστήριο ουδέτερο

  • Βωμός,Η Αγία Τράπεζα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.