βρώσιμο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

βρώσιμο

  1. αιτιατική ενικού του βρώσιμος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του βρώσιμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.