τρώγομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtɾo.ɣo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρώγομαι

Ρηματικός τύπος

τρώγομαι, στ.μέλλ.: θα φαγωθώ, π.αόρ.: φαγώθηκα, μτχ.π.π.: φαγωμένος

  • παθητική φωνή του ρήματος τρώ(γ)ω
    1. παθητικές σημασίες του τρώω
    2. (για φαγητό) είμαι κατάλληλος για τροφή
      οι καρποί συτού του άγνωστου δέντρου φαίνονταν ωραίοι αλλά δεν ξέραμε αν τρώγονται
      • είμαι αρκετά (όχι όμως πάρα πολύ) νόστιμος
        Το φαγητό του δεν είναι κάτι το εξαιρετικό αλλά τρώγεται
    3. με βασανίζει εσωτερικά κάτι
      αυτός ο άνθρωπος δεν ξέρει τι θέλει, όλο τρώγεται με τα ρούχα του
    4. (αλληλοπαθητικό) βρίσκομαι σε κατάσταση διαρκούς αντιδικίας, μαλώνω με κάποιον
      γιατί τρώγεστε μεταξύ σας;
      ειναι θλιβερό να βλέπεις αυτά τ' αδέρφια να τρώγονται διαρκώς μεταξύ τους

Κλίση

  •  δείτε τη λέξη τρώω

Μεταφράσεις

  •  και δείτε τη λέξη μαλώνω με κάποιον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.