ολιγόχρονος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ολιγόχρονος | η | ολιγόχρονη | το | ολιγόχρονο |
| γενική | του | ολιγόχρονου | της | ολιγόχρονης | του | ολιγόχρονου |
| αιτιατική | τον | ολιγόχρονο | την | ολιγόχρονη | το | ολιγόχρονο |
| κλητική | ολιγόχρονε | ολιγόχρονη | ολιγόχρονο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ολιγόχρονοι | οι | ολιγόχρονες | τα | ολιγόχρονα |
| γενική | των | ολιγόχρονων | των | ολιγόχρονων | των | ολιγόχρονων |
| αιτιατική | τους | ολιγόχρονους | τις | ολιγόχρονες | τα | ολιγόχρονα |
| κλητική | ολιγόχρονοι | ολιγόχρονες | ολιγόχρονα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ολιγόχρονος < (ελληνιστική κοινή) ὀλιγόχρονος < ὀλίγος + χρόνος
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.