ετερόχρονος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ετερόχρονος | η | ετερόχρονη | το | ετερόχρονο |
| γενική | του | ετερόχρονου | της | ετερόχρονης | του | ετερόχρονου |
| αιτιατική | τον | ετερόχρονο | την | ετερόχρονη | το | ετερόχρονο |
| κλητική | ετερόχρονε | ετερόχρονη | ετερόχρονο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ετερόχρονοι | οι | ετερόχρονες | τα | ετερόχρονα |
| γενική | των | ετερόχρονων | των | ετερόχρονων | των | ετερόχρονων |
| αιτιατική | τους | ετερόχρονους | τις | ετερόχρονες | τα | ετερόχρονα |
| κλητική | ετερόχρονοι | ετερόχρονες | ετερόχρονα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ετερόχρονος < ελληνιστική κοινή ἑτερόχρονος
- ετεροχρονία
- ετεροχρονίζω
- ετεροχρονικός
- ετεροχρονισμένα
- ετεροχρονισμένος
- ετεροχρονισμός
- → δείτε τις λέξεις έτερος και χρόνος
Μεταφράσεις
ετερόχρονος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.