βουλγαρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βουλγαρικός η βουλγαρική το βουλγαρικό
      γενική του βουλγαρικού της βουλγαρικής του βουλγαρικού
    αιτιατική τον βουλγαρικό τη βουλγαρική το βουλγαρικό
     κλητική βουλγαρικέ βουλγαρική βουλγαρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βουλγαρικοί οι βουλγαρικές τα βουλγαρικά
      γενική των βουλγαρικών των βουλγαρικών των βουλγαρικών
    αιτιατική τους βουλγαρικούς τις βουλγαρικές τα βουλγαρικά
     κλητική βουλγαρικοί βουλγαρικές βουλγαρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βουλγαρικός < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική βουλγαρικός < Βούλγαρ(ος) + -ικός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /vul.ɣa.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βουλγαρικός

Επίθετο

βουλγαρικός, -ή, -ό και βουλγάρικος

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.