βουλγάρικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βουλγάρικος | η | βουλγάρικη | το | βουλγάρικο |
| γενική | του | βουλγάρικου | της | βουλγάρικης | του | βουλγάρικου |
| αιτιατική | τον | βουλγάρικο | τη | βουλγάρικη | το | βουλγάρικο |
| κλητική | βουλγάρικε | βουλγάρικη | βουλγάρικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βουλγάρικοι | οι | βουλγάρικες | τα | βουλγάρικα |
| γενική | των | βουλγάρικων | των | βουλγάρικων | των | βουλγάρικων |
| αιτιατική | τους | βουλγάρικους | τις | βουλγάρικες | τα | βουλγάρικα |
| κλητική | βουλγάρικοι | βουλγάρικες | βουλγάρικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βουλγάρικος < μεσαιωνική ελληνική *βουλγάρικος < Βούλγαρος + -ικος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /vulˈɣa.ɾi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βουλ‐γά‐ρι‐κος
Μεταφράσεις
βουλγάρικος
|
→ δείτε τη λέξη βουλγαρικός |
Αναφορές
- βουλγαρικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.