βιβλιοκριτικός

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /vi.vli.o.kɾi.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βιβλιοκριτικός

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βιβλιοκριτικός η βιβλιοκριτική το βιβλιοκριτικό
      γενική του βιβλιοκριτικού της βιβλιοκριτικής του βιβλιοκριτικού
    αιτιατική τον βιβλιοκριτικό τη βιβλιοκριτική το βιβλιοκριτικό
     κλητική βιβλιοκριτικέ βιβλιοκριτική βιβλιοκριτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βιβλιοκριτικοί οι βιβλιοκριτικές τα βιβλιοκριτικά
      γενική των βιβλιοκριτικών των βιβλιοκριτικών των βιβλιοκριτικών
    αιτιατική τους βιβλιοκριτικούς τις βιβλιοκριτικές τα βιβλιοκριτικά
     κλητική βιβλιοκριτικοί βιβλιοκριτικές βιβλιοκριτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
βιβλιοκριτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική bibliocritique[1] < αρχαία ελληνική βιβλίον (βιβλιο-) + κριτικός.

Επίθετο

βιβλιοκριτικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η βιβλιοκριτικός οι βιβλιοκριτικοί
      γενική του/της βιβλιοκριτικού των βιβλιοκριτικών
    αιτιατική τον/τη βιβλιοκριτικό τους/τις βιβλιοκριτικούς
     κλητική βιβλιοκριτικέ βιβλιοκριτικοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βιβλιοκριτικός: ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου βιβλιοκριτικός

Επίθετο

βιβλιοκριτικός αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις βιβλίο και κρίνω

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.