βιβλιοκριτική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βιβλιοκριτική | οι | βιβλιοκριτικές |
| γενική | της | βιβλιοκριτικής | των | βιβλιοκριτικών |
| αιτιατική | τη | βιβλιοκριτική | τις | βιβλιοκριτικές |
| κλητική | βιβλιοκριτική | βιβλιοκριτικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- βιβλιοκρισία
- βιβλιοκριτικός
- → δείτε τις λέξεις βιβλίο και κρίνω
Μεταφράσεις
βιβλιοκριτική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
βιβλιοκριτική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του βιβλιοκριτικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.