βαβαρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βαβαρικός | η | βαβαρική | το | βαβαρικό |
| γενική | του | βαβαρικού | της | βαβαρικής | του | βαβαρικού |
| αιτιατική | τον | βαβαρικό | τη | βαβαρική | το | βαβαρικό |
| κλητική | βαβαρικέ | βαβαρική | βαβαρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βαβαρικοί | οι | βαβαρικές | τα | βαβαρικά |
| γενική | των | βαβαρικών | των | βαβαρικών | των | βαβαρικών |
| αιτιατική | τους | βαβαρικούς | τις | βαβαρικές | τα | βαβαρικά |
| κλητική | βαβαρικοί | βαβαρικές | βαβαρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βαβαρικός < Βαβαρ(ία) + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /va.va.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐βα‐ρι‐κός
Πηγές
- βαβαρικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- βαβαρικός & βαυαρικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεταφράσεις
βαβαρικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.