λοφίο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λοφίο | τα | λοφία |
| γενική | του | λοφίου | των | λοφίων |
| αιτιατική | το | λοφίο | τα | λοφία |
| κλητική | λοφίο | λοφία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λοφίο < → λείπει η ετυμολογία
.jpg.webp)
Καπέλο με λοφίο.

Πουλί με λοφίο στο κεφάλι.
Ουσιαστικό
λοφίο ουδέτερο
- η διακόσμηση κράνους, κόμης ή ανατομικό στοιχείο κεφαλής που συμβολίζει ισχύ και υπεροχή
- το λειρί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.