βαθύσφαιρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαθύσφαιρα οι βαθύσφαιρες
      γενική της βαθύσφαιρας των βαθυσφαιρών
    αιτιατική τη βαθύσφαιρα τις βαθύσφαιρες
     κλητική βαθύσφαιρα βαθύσφαιρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαθύσφαιρα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική bathysphere (δεκαετία 1930) (< αρχαία ελληνική βαθύς + σφαῖρα). Μορφολογικά αναλύεται σε βαθύ- + σφαίρα
Η Βαθύσφαιρα (Bathysphere) των Otis Barton και William Beebe (≈ 1934).

Ουσιαστικό

βαθύσφαιρα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. «Κατάδυση με διάφορα σκάφη. Βαθυσφαίρα», στην «Προσωπική Ιστοσελίδα του (καθηγητή) Γ. Κυπραίου», Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου (Σχολή Επιστημών Ανθρώπινης κίνησης και ποιότητας ζωής)· πρόσβαση: 2023-07-06.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.