βαθύσφαιρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βαθύσφαιρα | οι | βαθύσφαιρες |
| γενική | της | βαθύσφαιρας | των | βαθυσφαιρών |
| αιτιατική | τη | βαθύσφαιρα | τις | βαθύσφαιρες |
| κλητική | βαθύσφαιρα | βαθύσφαιρες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαθύσφαιρα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική bathysphere (δεκαετία 1930) (< αρχαία ελληνική βαθύς + σφαῖρα). Μορφολογικά αναλύεται σε βαθύ- + σφαίρα
.tif.jpg.webp)
Ουσιαστικό
βαθύσφαιρα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) ατσαλένιο σκάφος σφαιρικού σχήματος, που καταδύεται (επαδρωμένο ή όχι) σε μεγάλα βάθη, δεμένο με καλώδιο από κάποιο πλοίο, προκειμένου να γίνουν υποθαλάσσιες παρατηρήσεις [1]
Μεταφράσεις
βαθύσφαιρα
|
Αναφορές
- «Κατάδυση με διάφορα σκάφη. Βαθυσφαίρα», στην «Προσωπική Ιστοσελίδα του (καθηγητή) Γ. Κυπραίου», Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου (Σχολή Επιστημών Ανθρώπινης κίνησης και ποιότητας ζωής)· πρόσβαση: 2023-07-06.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.