βάθη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | βάθη | ||
| γενική | των | βαθών | ||
| αιτιατική | τα | βάθη | ||
| κλητική | βάθη | |||
| Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βάθη (ουσιαστικοποιημένο) πληθυντικός του βάθος
Συνώνυμα
- βάθια (δημοτική)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.