επανδρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επανδρωμένος | η | επανδρωμένη | το | επανδρωμένο |
| γενική | του | επανδρωμένου | της | επανδρωμένης | του | επανδρωμένου |
| αιτιατική | τον | επανδρωμένο | την | επανδρωμένη | το | επανδρωμένο |
| κλητική | επανδρωμένε | επανδρωμένη | επανδρωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επανδρωμένοι | οι | επανδρωμένες | τα | επανδρωμένα |
| γενική | των | επανδρωμένων | των | επανδρωμένων | των | επανδρωμένων |
| αιτιατική | τους | επανδρωμένους | τις | επανδρωμένες | τα | επανδρωμένα |
| κλητική | επανδρωμένοι | επανδρωμένες | επανδρωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.