υποβρύχιο
Νέα ελληνικά (el)

(1) Υποβρύχιο σκάφος U 52 (μεταξύ 1930-1950
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υποβρύχιο | τα | υποβρύχια |
| γενική | του | υποβρυχίου & υποβρύχιου |
των | υποβρυχίων |
| αιτιατική | το | υποβρύχιο | τα | υποβρύχια |
| κλητική | υποβρύχιο | υποβρύχια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υποβρύχιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου υποβρύχιος < αρχαία ελληνική ὑποβρύχιος < ὑπό + βρύχιος
Ουσιαστικό
υποβρύχιο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) μέσο υποθαλάσσιας μεταφοράς, πολεμικό σκάφος
- (γλυκό) γλυκό βανίλια ή μαστίχα, που σερβίρεται σε κουτάλι βυθισμένο στο νερό, σε ψηλό ποτήρι
- ※ Παιδικά και άλλα καλοκαίρια συνδεδεμένα με υποβρύχιο, όχι ψάρεμα, γλυκό του κουταλιού με άρωμα βανίλια, βυθισμένο σε γυάλινο ποτήρι γεμάτο παγωμένο νερό (Κική Τριανταφύλλη 22/8/2016, Protagon.gr)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
υποβρύχιο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
υποβρύχιο ουδέτερο
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του υποβρύχιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του υποβρύχιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.