σφαιρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σφαιρικός | η | σφαιρική | το | σφαιρικό |
| γενική | του | σφαιρικού | της | σφαιρικής | του | σφαιρικού |
| αιτιατική | τον | σφαιρικό | τη | σφαιρική | το | σφαιρικό |
| κλητική | σφαιρικέ | σφαιρική | σφαιρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σφαιρικοί | οι | σφαιρικές | τα | σφαιρικά |
| γενική | των | σφαιρικών | των | σφαιρικών | των | σφαιρικών |
| αιτιατική | τους | σφαιρικούς | τις | σφαιρικές | τα | σφαιρικά |
| κλητική | σφαιρικοί | σφαιρικές | σφαιρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||

Σφαιρικό γλυπτό εξωτερικού χώρου.
Ετυμολογία
- σφαιρικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σφαιρικός < σφαῖρ(α) + -ικός
- για τη σφαιρική γεωμετρία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sphérique < υστερολατινική sphaericus < ελληνιστική κοινή σφαιρικός
- για τη σφαιρική αντίληψη θεμάτων < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική global [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /sfe.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφαι‐ρι‐κός
Επίθετο
σφαιρικός, -ή, -ό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σφαίρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σφαιρικός | ἡ | σφαιρική | τὸ | σφαιρικόν |
| γενική | τοῦ | σφαιρικοῦ | τῆς | σφαιρικῆς | τοῦ | σφαιρικοῦ |
| δοτική | τῷ | σφαιρικῷ | τῇ | σφαιρικῇ | τῷ | σφαιρικῷ |
| αιτιατική | τὸν | σφαιρικόν | τὴν | σφαιρικήν | τὸ | σφαιρικόν |
| κλητική ὦ! | σφαιρικέ | σφαιρική | σφαιρικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | σφαιρικοί | αἱ | σφαιρικαί | τὰ | σφαιρικᾰ́ |
| γενική | τῶν | σφαιρικῶν | τῶν | σφαιρικῶν | τῶν | σφαιρικῶν |
| δοτική | τοῖς | σφαιρικοῖς | ταῖς | σφαιρικαῖς | τοῖς | σφαιρικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | σφαιρικούς | τὰς | σφαιρικᾱ́ς | τὰ | σφαιρικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | σφαιρικοί | σφαιρικαί | σφαιρικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σφαιρικώ | τὼ | σφαιρικᾱ́ | τὼ | σφαιρικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | σφαιρικοῖν | τοῖν | σφαιρικαῖν | τοῖν | σφαιρικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σφαιρικός < αρχαία ελληνική σφαῖρ(α) + -ικός
Επίθετο
σφαιρικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
- στρογγυλός, που έχει σχήμα σφαίρας
- που έχει σχέση με τη σφαίρα
- που έχει σχέση με τα ουράνια σώματα
Παράγωγα
- σφαιρικῶς (επίρρημα)
- σφαιρικά (ουδέτερο πληθυντικός)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σφαῖρα
Πηγές
- σφαιρικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σφαιρικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- σφαιρικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.