κατάσκιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατάσκιος η κατάσκια το κατάσκιο
      γενική του κατάσκιου της κατάσκιας του κατάσκιου
    αιτιατική τον κατάσκιο την κατάσκια το κατάσκιο
     κλητική κατάσκιε κατάσκια κατάσκιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατάσκιοι οι κατάσκιες τα κατάσκια
      γενική των κατάσκιων των κατάσκιων των κατάσκιων
    αιτιατική τους κατάσκιους τις κατάσκιες τα κατάσκια
     κλητική κατάσκιοι κατάσκιες κατάσκια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατάσκιος < αρχαία ελληνική κατάσκιος < κατά- + σκιά

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈta.scos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατάσκιος

παλιότερη προφορά:

ΔΦΑ : /kaˈta.sci.os/
παλιότερος συλλαβισμός: κατάσκιος

Επίθετο

κατάσκιος, -α, -ο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.