αφορισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αφορισμός | οι | αφορισμοί |
| γενική | του | αφορισμού | των | αφορισμών |
| αιτιατική | τον | αφορισμό | τους | αφορισμούς |
| κλητική | αφορισμέ | αφορισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αφορισμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀφορισμός < ἀφορίζω (ξεχωρίζω, διαιρώ) + -μός < ἀπό (ἀφ-) + ὁρίζω
- για τον θρησκευτικό όρο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀφορισμός < ἀφορίζω (ξεχωρίζω, διαιρώ) + -μός < ἀπό + ὁρίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.fo.ɾiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φο‐ρι‐σμός
Ουσιαστικό
αφορισμός αρσενικό
- (θρησκεία) εκκλησιαστική ποινή με την οποία μέλος ενός χριστιανικού δόγματος αποκλείεται εντελώς από τη χριστιανική κοινότητα, ως τιμωρία για πολύ σοβαρά αμαρτήματα στα οποία περιέπεσε
- ※ Τελειώνοντας τά σχετικά μέ τήν λύση του αφορισμού πρέπει νά προσθέσουμε ότι καί τά περίφημα συγχωροχάρτια μέ τά όποια συγχωρούνται γενικώς όλες oι αμαρτίες του χριστιανού προβλέπουν καί τήν ποινή του αφορισμού. Στην μακροσκελέστατη απαρίθμηση τών διαφόρων περιπτώσεων τέλεσης αμαρτίας αναφέρεται γιά τό επιτίμιό μας: «...» ή την παραπλήσια αναφορά: «...καί είτε ύπό κατάραν Πατρός, ή Μητρός αυτών έγένοντο είτε τω ιδίω άναθέματι ύπέπεσον. Ή όρκον ώμοσαν, κάκεΐνον παρέβησαν ή έψευδόρκησαν ή ἀράν Έκκλησιαστικήν, καί άφορισμόν έδέξαντο ποτέ παρ' Ιερέως, ή Άρχιερέως, ή Πατριάρχου δι' ήντιναούν αιτίαν, καί 'ραθυμία χρησάμενοι, ουκ έτυχον συγχωρήσεως» (Ο αφορισμός κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, Η πορεία ενός επιτιμίου, Διδακτορική διατριβή, Παναγιώτης Δ. Μιχαηλάρης, Αθήνα, 1994, σελ. 119, με πηγή Ηλιού, συγχωροχάρτια, 64, 66)
- σύντομη, περιεκτική δήλωση
- αφορεσμός (για τον θρησκευτικό όρο)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
σύντομη δήλωση που περιέχει μια αποδεκτή αλήθεια
άποψη που πιστεύει ο πιστός ακράδαντα χωρίς καμιά τεκμηρίωση
|
|
θρησκευτική ποινή που αποκλείει τον πιστό από την χριστιανική κοινότητα
Πηγές
- αφορισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.