αφοπλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αφοπλιστικός | η | αφοπλιστική | το | αφοπλιστικό |
| γενική | του | αφοπλιστικού | της | αφοπλιστικής | του | αφοπλιστικού |
| αιτιατική | τον | αφοπλιστικό | την | αφοπλιστική | το | αφοπλιστικό |
| κλητική | αφοπλιστικέ | αφοπλιστική | αφοπλιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αφοπλιστικοί | οι | αφοπλιστικές | τα | αφοπλιστικά |
| γενική | των | αφοπλιστικών | των | αφοπλιστικών | των | αφοπλιστικών |
| αιτιατική | τους | αφοπλιστικούς | τις | αφοπλιστικές | τα | αφοπλιστικά |
| κλητική | αφοπλιστικοί | αφοπλιστικές | αφοπλιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.fo.pli.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φο‐πλι‐στι‐κός
- παρώνυμο: εφοπλιστικός
Επίθετο
αφοπλιστικός, -ή, -ό
Αντώνυμα
- εξοπλιστικός (κυριολεκτικά)
Αναφορές
- αφοπλιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
(καταχωρίζεται ως μοναδική σημασία της λέξης).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.